Το πανεπιστήμιο δεν είναι μονάχα ένα αντιαισθητικό κτίριο, ένα κάρο ψυχρά ντουβάρια, αποστειρωμένες λευκές αίθουσες και διάδρομοι. Είναι ο χώρος στον οποίο εναποθέτουμε το μεγαλύτερο κομμάτι της καθημερινότητας μας. Μιας καθημερινότητας που χωρά, θέλουμε δεν θέλουμε , μονολόγους καθηγητών, ατέλειωτα συγγράμματα, βίαιες εξεταστικές. Και πάλι, δεν είναι μονάχα αυτά. Είναι πάνω απ’ όλα ένας κυρίαρχος καπιταλιστικός θεσμός που εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένους σκοπούς , ένας θεσμός που βρίσκεται σήμερα υπό κατάρρευση, και ο οποίος πασχίζει να συντηρηθεί, πατώντας στις δικές μας ζωές.
Και για να κάνουμε μια μικρή αναδρομή, το μαζικό πανεπιστήμιο, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, είναι προïόν μιας ιδιαίτερης καπιταλιστικής περιόδου. Γεννήθηκε στις μεταπολεμικές αναπτυγμένες χώρες από το τότε παρεμβατικό κράτος «πρόνοιας» που αναζητούσε σωρηδόν νέους επιστήμονες να στελεχώσουν τα πόστα της διευρυνόμενης καπιταλιστικής παραγωγής. Και τότε όπως και σήμερα δεν ήταν ένας θεσμός ουδέτερος που πρόσφερε απλόχερα αντικειμενική γνώση, αλλά παρείχε και παρέχει ελεγχόμενη γνώση , χρήσιμη για την αγορά εργασίας. Το μέχρι τότε ελιτίστικο πανεπιστήμιο, στο οποίο είχαν πρόσβαση κατά βάση μόνο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, έδωσε τη θέση του στο μαζικό πανεπιστήμιο στο οποίο όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όφειλαν να εισέλθουν. Ήταν ένας τόπος παραγωγής σιγουριάς : σιγουριάς της κοινωνικής ανέλιξης μέσω ενός πτυχίου, σιγουριάς της επιστημονικής αυθεντίας και κατοχής της αλήθειας. Και σήμερα, που βλέπουμε την περίφημη «δημόσια δωρεάν παιδεία» να καταρρέει μπροστά στα μάτια μας; Το πολυπόθητο πτυχίο δεν ανοίγει πλέον τόσο εύκολα πόρτες , όσο θέλουν να πιστεύουν φοιτητές και γονείς, που βαυκαλίζονται ακόμα πως «αν δουλέψεις σκληρά κάτι θα πετύχεις!».
Το πανεπιστήμιο, προκειμένου να επιβιώσει, μετασχηματίζεται, όπως άλλωστε και όλες οι δομές κρατικής πρόνοιας (αντίστοιχα συμβαίνει στο σύστημα υγείας, ή στις μαζικές μεταφορές).Ο συνολικός μετασχηματισμός του κράτους είναι αυτό που ονομάζουμε αναδιάρθρωση, κομμάτι της οποίας αποτελεί και η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Η κίνηση της τελευταίας παίρνει τρεις κατευθύνσεις. Αρχικά, το κράτος αποσύρεται σταδιακά από τις παροχές του στον τομέα της εκπαίδευσης. Ο έλεγχος ,για παράδειγμα, στην είσοδο της φοιτητικής λέσχης του απθ εντείνεται ενώ η λειτουργία της έχει ανατεθεί πλέον σε εταιρία catering. Ακόμα ο αριθμός των φοιτητριών που μπορούν να μείνουν στις πανεπιστημιακές εστίες μειώνεται συνεχώς, ή αναγκάζονται να πληρώνουν νοίκι, ενώ καλούμαστε πια να πληρώνουμε και κάποια από τα συγγράμματα μας (οι πολυκώδικες εδώ και κάποια χρόνια πρέπει να αγοράζονται από εμάς τις ίδιες, ενώ προηγουμένως κάτι τέτοιο έμοιαζε με κακόγουστο αστείο!) Δε λείπουν δε και οι ψίθυροι περί επιβολής διδάκτρων κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Δεύτερη κατεύθυνση που ακολουθεί η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση είναι αυτή που θέλει τους φοιτητές πλήρως εντατικοποιημένους. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στο νέο πρόγραμμα σπουδών που έχει εισαχθεί στη νομική ( πχ μαθήματα αλυσίδες και κατάργηση επαναληπτικών μαθημάτων). Πρέπει να είμαστε πια απόλυτα προσηλωμένες σε ένα ατελείωτο κυνήγι προσόντων , να είμαστε ατομιστές και ανταγωνιστικές , να πατάμε επί πτωμάτων , να είμαστε πειθήνιοι. Έτσι, με το τέλος των σπουδών μας, θα γίνουμε χρήσιμοι στα αφεντικά, αναλώσιμες και ευέλικτες. Και φυσικά, γιατί όχι, κάποιοι συμφοιτητές μας θα γίνουν τα αυριανά μας αφεντικά και αυτοί θα είναι οι καλύτεροι, εκείνοι που κατάφεραν να πατήσουν πάνω σε άλλους, να ανταπεξέλθουν στο σκληρό κι ασφυκτικό ανταγωνισμό. Κι αυτό δεν το επισημαίνουμε ως παράπονο, γιατί δεν οραματιζόμαστε ένα επαγγελματικό μέλλον που στηρίζεται στην εκμετάλλευση εργαζομένων. Αντίθετα στοχεύουμε στην όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού και την ανάδειξη των κοινωνικών διαφορών. Το πανεπιστήμιο δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αταξικό πεδίο, οι “ίσες ευκαιρίες για όλες” είναι παραμύθια, κι αυτό το βλέπουμε καθαρά. Προτού λοιπόν υποστηρίξουμε μια τέτοια άποψη, καλό είναι να σκεφτόμαστε από ποια θέση μιλάμε και τα προνόμιά μας, σε σχέση με τους υπόλοιπους (κι όσα δε βλέπουμε δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας). Τέλος η πειθάρχηση αυτή εντείνεται και με τo πρόσχημα της ασφάλειας μέσα στο πανεπιστημιακό campus. Κλειδωμένες σχολές , σεκιουριτάδες και μπάτσοι να μπαινοβγαίνουν , συλλογικοί αγώνες να καταστέλλονται. Στο σημείο αυτό να διευκρινήσουμε πως η περιβόητη «δημόσια και δωρεάν» παιδεία χωράει όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα ιδιωτικές εταιρίες, χωρίς να μιλάμε μονάχα για τις εταιρίες security και catering αλλά και για εταιρίες που διεξάγουν και αξιοποιούν επιστημονική έρευνα για λογαριασμό του κράτους και του στρατού. Παράλληλα τα δίδακτρα σε διάφορα μεταπτυχιακά αυξάνονται και πληθαίνουν ενώ πολλά πανεπιστημιακά σεμινάρια απαιτούν πλέον αντίτιμο.
Όλες αυτές οι κινήσεις, από μεριάς του κράτους, είναι πολιτικές επιλογές. Είναι προσπάθειες εποπτείας και αποστείρωσης του πανεπιστημίου. Η καπιταλιστική κανονικότητα οχυρώνεται ενάντια σε ό,τι την αμφισβητεί. Μέσα στον πανεπιστημιακό χωροχρόνο όμως υπάρχουμε και εμείς που αρνούμαστε να ακολουθήσουμε μοναχικούς δρόμους , που οι επιθυμίες μας δεν παραγκωνίζονται τόσο εύκολα, αλλά αρθρώνονται επιτακτικά. Εμείς επιλέγουμε να συλλογικοποιούμε τις αρνήσεις μας και να ταράζουμε την πανεπιστημιακή ομαλότητα, όσο μπορούμε. Ασφυκτιούμε , και αν δεν βάλουμε μπροστά τις ανάγκες μας αυτή η κανονικότητα θα μας καταβροχθίσει.
Επιλέγουμε λοιπόν να δρούμε συλλογικά σε ένα αυτόνομο σχήμα.
Αυτόνομο, γιατί θέλουμε να δρούμε απαλλαγμένες τόσο από τις πελατειακές όσο και από τις σχέσεις διαμεσολάβησης των κομματικών παρατάξεων μέσα στο πανεπιστήμιο. Διαμεσολάβηση είναι η διαδικασία με την οποία κάποιος τρίτος παρεμβάλλεται ανάμεσα στις σχέσεις , στη δράση και το λόγο μας, όπως οι θεσμοί ανάθεσης και αντιπροσώπευσης, ή οι εκλογές και τα κόμματα. Εμείς απαντάμε πως οι ζωές μας είναι δικές μας , δεν είναι ούτε αριθμοί ούτε ψήφοι, και θα ορίζονται μονάχα από εμάς. Δεν διεκδικούμε το αλάνθαστο ούτε ισχυριζόμαστε ότι κατέχουμε την «πάσα αλήθεια». Τις «αλήθειες» τις φτιάχνουμε, παλεύοντας μαζί.
Σχήμα, γιατί εμείς οι ίδιες ορίζουμε τον τρόπο δράσης μας και τη δομή μας. Μακρυά από ιεραρχίες και πρακτικές ψηφοφορίας που επιβάλλουν τη γνώμη της πλειοψηφίας έναντι αυτής της μειοψηφίας. Συναντιόμαστε ισότιμα ενάντια σε επίπλαστους έμφυλους και φυλετικούς διαχωρισμούς
Στην αυθεντία της γνώσης απαντάμε με ομάδες αυτομόρφωσης και αντιμαθήματα, στους αποστειρωμένους τοίχους με φαντασία και χρώμα. Στις κλειδωμένες αίθουσες με αυτοοργανωμένες προβολές και συζητήσεις. Στην εκμετάλλευση εργαζομένων, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση που παραγκωνίζονται οι ανάγκες μας, με καταλήψεις κτιρίων του πανεπιστημίου. Στις άτυπες ‘’περιπολίες’’ των αστυνομικών με συνεχή παρουσία μας στο χώρο του πανεπιστημίου σε μία προσπάθεια επανοικειοποίσης του. Στα υπό χορηγία και με αντίτιμο πάρτυ των παρατάξεων με αυτοοργανωμένα πάρτυ που το συμβολικό αντίτιμο προορίζεται για την κάλυψη αναγκών αυτόνομων συλλογικοτήτων.
Ενάντια στην αδιαφορία, την ανάθεση ευθυνών και την ελπίδα ότι όλα θα αλλάξουν μαγικά, αντιτάσσουμε την αυτοοργανωμένη συλλογική δράση, για να κάνουμε την άρνηση μας δημιουργία.
Γενικές συνελεύσεις
Όπως ήδη ειπώθηκε το πανεπιστήμιο για μας δεν είναι μονάχα χώρος εκπαίδευσης , αλλά χώρος κοινωνικοποίησης και πολιτικής δράσης. Για το λόγο αυτό επιλέγουμε να συμμετέχουμε στη γενική συνέλευση που αποτελεί το ανώτατο συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων του συλλόγου μας. Συμμετέχουμε όμως κριτικά σε αυτή , με τρόπους που αισθανόμαστε πως μας χωρούν ή χρησιμοποιώντας τες ως πεδίο συνάντησης και επικοινωνίας με τους συμφοιτητές και τις συμφοιτήτριές μας. Μοιράζοντας για παράδειγμα τα κείμενα μας ή με τοποθετήσεις, όποτε κρίνουμε ότι αυτό είναι αναγκαίο. Αναγνωρίζουμε ότι η διαδικασία ως έχει είναι ξένη προς τις ανάγκες μας , μια διαδικασία που προωθεί λογικές ανάθεσης και ετεροκαθορισμού, την οποία μονοπωλούν παραταξιακές λογικές και στην οποία καλούμαστε παθητικά να ψηφίζουμε προδιατυπωμένα πλαίσια. Προσπαθούμε λοιπόν παράλληλα να προτείνουμε νέους τρόπους διεξαγωγής της, που θα την καταστήσουν ένα πρόσφορο και οικείο έδαφος για όσους και όσες επιθυμούμε να συναντιόμαστε και να συζητάμε συλλογικά τις επιθυμίες μας, αναγνωρίζοντας πως δεν υπάρχουν και δε θέλουμε “αυθεντίες” και “μεσσίες” που θα αναλάβουν τη σωτηρία μας.